- αδαμαντωρύχος
- οαυτός που δουλεύει σε αδαμαντωρυχείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδαμαντωρύχος — ο εργάτης αδαμαντωρυχείου και γενικά αυτός που ασχολείται με την αναζήτηση και εξόρυξη διαμαντιών σε ορυχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + ορύσσω. ΠΑΡ. αδαμαντωρυχεῖο] … Dictionary of Greek
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
αδαμαντωρυχείο — το [αδαμαντωρύχος] ορυχείο διαμαντιών … Dictionary of Greek